-
1 συνετός
A intelligent, sagacious, wise, Democr.98, Pi.P.5.107, Hdt.1.185 ([comp] Comp.), etc.;φωνάεντα συνετοῖσιν Pi.O.2.85
; of Zeus and Apollo, (lyr.);ξ. φρένες Ar.Ra. 876
(lyr.); of animals, Arist.HA 589a1 ([comp] Comp.); σ. ἡλικίη the age of wisdom, AP5.111 (Phld.), etc.; ἡ συνετή alone, ib. 11.25 (Apollonid.); also τὸ σ., = σύνεσις, E.Or. 1180, Th.2.15; τὸ πρὸς ἅπαν ξ. Id.3.82: c. gen. rei, intelligent in a thing,ξ. πολέμου E.Or. 1406
(anap.): c. acc.,τά τ' οἰκτρὰ σ. εἰμι καὶ τὰ μή Id.IA 1255
;τὰ ἀχρεῖα Th.1.84
;τὰ πολιτικά D.H.4.45
.II [voice] Pass., intelligible,εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5
;οὐ ξ. θνητοῖς πείρατα Thgn.1078
;φρονέοντι συνετὰ γαρύω B.3.85
; συνετὰ αὐδᾶν, λέγειν, Hdt.2.57, E.Ph. 498, etc.; esp. in oxymora, ;δυσξυνέτου ξυνετὸν μέλος Id.Ph. 1506
(lyr.): act. and pass. senses conjoined,εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν Id.IT 1092
(lyr.); φωνὴ ς. significant, Arist.Po. 1456b23.III Adv. - τῶς intelligently, E.IA 466, Ar.V. 633 (lyr.).2 intelligibly,διαλέγεσθαι Arist.Pr. 902a17
; φθεγξαμένου.. οὐδὲν ς. Plu.Sull.27; συνετὰ ὁμιλεῖν to discourse intelligibly, Babr.Prooem.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνετός
См. также в других словарях:
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek